πλαισίωμα

πλαισίωμα
το, Ν [πλαισιώνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαισιώνω, η πλαισίωση
2. αυτό με το οποίο πλαισιώνεται κάτι, το πλαίσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλαισίωμα — το, ατος το περιτριγύρισμα με πλαίσιο, κορνίζωμα, πλαισίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαισίωση — η περιβολή με πλαίσιο, πλαισίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοστάσιο — το 1. το πλαισίωμα και οι υαλοπίνακες που είναι προσαρμοσμένοι σ αυτό: Αλουμινένιο υαλοστάσιο μπαλκονόπορτας. 2. διάφραγμα ή τοίχος με τέτοια πλαίσια, τζαμαρία, τζαμιλίκι, τζαμωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”